- πλάσσω
- και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔβ. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.)2. (κυρίως) κατεργάζομαι ευμάλακτη, εύπλαστη ύλη, όπως λ.χ. ζύμη, πηλό, κερί, και τής δίνω ορισμένη μορφή (α. «πλάθω το ζυμάρι» β. «ἀγγεῑον πλάττειν κήρινον», Αριστοτ.)3. μτφ. επινοώ με τη φαντασία μου, δημιουργώ κάτι που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα (α. «έπλασε ιστορίες εις βάρος μου» β. «ψευδεῑς πλάττοντας αἰτίας», Ισοκρ.)αρχ.1. επιχρίω με ασβέστη ή με άλλο υλικό («τὸν ναὸν χρίσαντες καὶ πλάσαντες», επιγρ.)2. ασκούμαι, εξασκούμαι σε κάτι3. διαπλάθω με την ανατροφή και την εκπαίδευση, διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω («πείσομεν τὰς τροφούς τε καὶ μητέρας λέγειν τοῑς παισὶ καὶ πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῑς μύθοις», Πλάτ.)4. σχηματίζω την εικόνα ενός αντικειμένου ή μια έννοια στο μυαλό μου, στον νου μου, στοχάζομαι («πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε ἱκανῶς νοήσαντες θεόν, ἀθάνατόν τι ζῷον», Πλάτ.)5. μέσ. πλάσσομαιαποκρύπτω τα πραγματικά μου αισθήματα, τον χαρακτήρα μου, προσποιούμαι, υποκρίνομαι6. παθ. α) (για τη φωνή) γυμνάζομαιβ) επιθέτω ως έμπλαστρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. πλάσσω (< *πλαθ-jο) έχει σχηματιστεί από θ. πλαθ- με ενεστωτικό μόρφημα -θ- (πρβλ. βρί-θ-ω, πλή-θ-ω*) και επίθημα -jo (πρβλ. *κορυθ-jο > κορύσσω). Η αρχική σημ. τού ρ. πλάσσω «απλώνω λεπτό στρώμα, επιχρίω» θα επέτρεπε την αναγωγή του στη ρίζα *pelā-/pelә2-/ pla- «ευρύς, απλώνω, εκτείνω» (πρβλ. παλάμη, παλάθη, πέλαγος κ.λπ.). Στη συνέχεια το ρ. χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία τού αργίλου, για τη γλυπτική και κατ' επέκταση για τη δημιουργία, γενικότερα, την επινοητικότητα, τη φαντασία, τη μυθοπλασία κ.λπ. Ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη παρατηρείται στην οικογένεια τών αρχ. ινδ. dehmi «επαλείφω», λατ. fingo «πλάθω, κατασκευάζω από πηλό, επινοώ», αγγλ. fiction «φαντασία» (πρβλ. τείχος). Η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική το σύνθ. έμ-πλαστρον (πρβλ. λατ. emplastrum, plastrum), το οποίο πέρασε στη συνέχεια και στις νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. emplatre, platre, γερμ. Pflaster). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο τ. πλάθω, ο οποίος έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔ-πλασ-α του πλάσσω κατά το σχήμα έκλωσα: κλώθω.ΠΑΡ. πλάση(-ις), πλάσμα, πλάστης, πλαστόςαρχ.πλαστείον, πλάστρονμσν.πλασμός (ΙΙ)μσν.- νεοελλ.πλαστήρι(ον)νεοελλ.πλαστάρι, πλασταριά.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναπλάττω (-σσω), διαπλάττω(-σσω), μεταπλάττω (-σσω), προπλάττω(-θω)αρχ.αμφιπεριπλάσσω, αμφιπλάσσω, εκπλάσσω, εμπλάττω, επαναπλάττω, επικαταπλάσσω, επιπλάττω, καταπλάττω, παραπλάττω, παρεμπλάττω, περιπλάττω, προαναπλάσσω, προδιαπλάσσω, προκαταπλάσσω, προσαναπλάττω, προσεμπλάσσω, προσεπιπλάσσω, προσκαταπλάσσω, προσπλάττω, συγκαταπλάττω, συμπλάττω, συναναπλάσσω, συνδιαπλάσσω, υποπλάσσω].
Dictionary of Greek. 2013.